“Εσύ
ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα,
απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα
του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα
πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα,
ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν,
μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα
πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του
άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να
αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων
τραυμάτων.Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα
κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η
φωνή των βοδιών (απόσπασμα από μία ωδή του Πινδάρου).Τούτο
βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στ’
αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμα, να
υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, και να επινοεί μεθόδους
για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση
εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη πρέπει να εξετάσει κάποιος και
όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά.” [Περί κρεοφαγίας, 933 B-C].
“Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς τις ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα και κατέληξαν σε αυτή την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή:“Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα! Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια….Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνη ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δεν μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές τους έτους. Πού το παράξενο λοιπόν, αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και η λάσπη τρωγόταν και ο φλοιός του δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βελανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μια βελανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια.Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σάς οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη ότι πως δεν μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή;
“ Ωστόσο, επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση…Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ’ αρχάς από την κατασκευή των σωμάτων. Πράγματι, το ανθρώπινο σώμα δεν μοιάζει με κανενός ζώου απ’ όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία. Αν υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκείνα. Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο…..Εμείς όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι, μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα, ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό. Μα ακόμη και αφού αυτά διαλυθούν, μαλακώσουν και υποστούν προκαταβολικά πέψη, είναι δύσκολο στην πέψη να επικρατήσει και, αν νικηθεί προκαλεί φοβερό βάρος και νοσηρές μορφές δυσπεψίας……Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνο για τα σώματα παρά φύση, αλλά χοντραίνουν τις ψυχές με υπεραφθονία και κορεσμό.” [Περί κρεοφαγίας, 995A-D].
“Τίποτε δεν μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί και έχει φτιαχτεί από τη φύση (το ζωντανό πλάσμα). Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματά του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει:“Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου αλλά να μην προχωρήσεις σε ύβρη. Αν είναι για να φας, σκότωσέ με, αν είναι για να φας πιο ευχάριστα, μη με σκοτώνεις”Τι ωμότητα! Είναι τρομακτικό να βλέπεις να στρώνεται τραπέζι πλουσίων, που έχουν νεκροστόλιστες μάγειρες και παρασκευαστές περίπλοκων φαγητών, ακόμη πιο φοβερό όμως (να το βλέπεις) όταν ξεστρώνεται διότι όσα έχουν μείνει είναι περισσότερα απ’ όσα έχουν φαγωθεί. Επομένως τα ζώα μάταια πέθαναν. Αλλά πάλι από τα σερβιρισμένα τα λυπούνται, δεν θέλουν να τα δουν κομμένα και τεμαχισμένα και δεν τα αγγίζουν νεκρά, αν ήταν όμως ζωντανά δεν θα δίσταζαν.” [Περί κρεοφαγίας, 995F].
“Έτσι επομένως και μέσα από σώμα ταραγμένο, παραφορτωμένο και βαρύ από τροφές αταίριαστες η λάμψη της ψυχής και το φέγγος της φτάνουν κατ’ ανάγκην αδύναμα και θολά, πλανιούνται και είναι ασταθή, εφόσον η ψυχή δεν διαθέτει φως και ένταση για να εισχωρήσει στα λεπτά και αδιόρατα σημεία της πραγματικότητας.” [Περί κρεοφαγίας, 996Α].
Α Γ Α Π Η & ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ & ΣΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ . ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ Ε Ν Α !
Πηγή : Ελλάνια Άρεια
“Ή μήπως, όσον αφορά εκείνους που πρώτοι δοκίμασαν να φάνε κρέας, θα πρέπει να πούμε πως τους έσπρωξε η φτώχεια, διότι ούτε τον καιρό τους περνούσαν με την εκπλήρωση άνομων επιθυμιών ούτε, έχοντας σε υπεραφθονία τα αναγκαία, ξεπέρασαν τα όρια προς τις ηδονές παρά φύση, αδιαφορώντας για τα άλλα ζωντανά πλάσματα και κατέληξαν σε αυτή την πρακτική, αλλά θα έλεγαν, αν τώρα δα ανακτούσαν αίσθηση και φωνή:“Ευλογημένοι κι αγαπημένοι των θεών εσείς οι τωρινοί, τι εποχή σας έλαχε να ζήσετε, να καρπώνεστε και να απολαμβάνετε κληρονομιά τα άφθονα αγαθά! Πόσα φυτρώνουν για σας και πόσα τρυγάτε! Πόσο πλούτο από τους κάμπους, πόσες ηδονές μπορείτε να δρέπετε από τα φυτά! Έχετε τη δυνατότητα να καλοπερνάτε χωρίς να λερώνετε τα χέρια σας με αίμα! Εμάς όμως δέχτηκε μέρος του χρόνου ζωής πολύ σκυθρωπό και φοβερό, αφού από την ώρα που γεννηθήκαμε πέσαμε σε μεγάλη και πνιγηρή φτώχεια….Συγκομιδή ήμερων καρπών δεν υπήρχε, ούτε εργαλείο τέχνη ούτε ίχνος επινοητικότητας. Η πείνα δεν μας έδινε χρονικά περιθώρια ούτε ο σπόρος μπορούσε τότε να περιμένει τις εποχές τους έτους. Πού το παράξενο λοιπόν, αν φάγαμε σάρκες ζώων παρά τις επιταγές της φύσης, τότε που και η λάσπη τρωγόταν και ο φλοιός του δέντρου φαγώθηκε και το να βρεις άγρωστη με βλαστάρια ή καλαμιού ρίζα ήταν ευτύχημα; Όταν γευτήκαμε και φάγαμε βελανίδια, χορέψαμε από τη χαρά μας γύρω από μια βελανιδιά, αποκαλώντας τη δωρήτρια ζωής, μητέρα και τροφό. Αυτή ήταν η γιορτή που γνώριζε τότε η ζωή, ενώ όλα τα άλλα ήταν μελαγχολικά και άγρια.Εσάς τους τωρινούς όμως ποια λύσσα και ποια αχόρταγη λαχτάρα σάς οδηγεί να βάφετε τα χέρια σας με αίμα τη στιγμή που σας προσφέρονται τόσα για τις ανάγκες σας; Γιατί κατηγορείτε άδικα τη γη ότι πως δεν μπορεί να σας τρέφει; Γιατί ασεβείτε προς τη θεσμοφόρο Δήμητρα και προσβάλλετε τον ήμερο και μειλίχιο Διόνυσο, λες και δεν παίρνετε αρκετά από αυτούς; Δεν ντρέπεστε να ανακατεύετε τους ήμερους καρπούς με αίμα από σφαγή;
“ Ωστόσο, επιτρέψαμε στους άνδρες εκείνους να πουν ότι η αρχή είναι στη φύση…Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ’ αρχάς από την κατασκευή των σωμάτων. Πράγματι, το ανθρώπινο σώμα δεν μοιάζει με κανενός ζώου απ’ όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας, δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Ως εκ τούτου η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακιά γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία. Αν υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ούτε πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως εκείνα. Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα, γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο, ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες, αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο…..Εμείς όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι, μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα, ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό. Μα ακόμη και αφού αυτά διαλυθούν, μαλακώσουν και υποστούν προκαταβολικά πέψη, είναι δύσκολο στην πέψη να επικρατήσει και, αν νικηθεί προκαλεί φοβερό βάρος και νοσηρές μορφές δυσπεψίας……Τα κρέατα που τρώμε δεν είναι μόνο για τα σώματα παρά φύση, αλλά χοντραίνουν τις ψυχές με υπεραφθονία και κορεσμό.” [Περί κρεοφαγίας, 995A-D].
“Τίποτε δεν μας συγκινεί, ούτε η ανθηρή όψη της σάρκας ούτε η γοητευτική μελωδική φωνή ούτε η επινοητικότητα της ψυχής ούτε ο καθαρός τρόπος ζωής και η ξεχωριστή νοημοσύνη των άμοιρων ζώων, αλλά για μικρό κομμάτι σάρκας αφαιρούμε την ψυχή, το φως του ήλιου, τα χρόνια της ζωής, για τα οποία έχει γεννηθεί και έχει φτιαχτεί από τη φύση (το ζωντανό πλάσμα). Ακόμη, τις φωνές και τα γρυλίσματά του θεωρούμε άναρθρους ήχους και όχι παρακλήσεις, δεήσεις και επικλήσεις για δικαιοσύνη του καθενός τους που λέει:“Δεν σου ζητώ να με λυπηθείς στην ανάγκη σου αλλά να μην προχωρήσεις σε ύβρη. Αν είναι για να φας, σκότωσέ με, αν είναι για να φας πιο ευχάριστα, μη με σκοτώνεις”Τι ωμότητα! Είναι τρομακτικό να βλέπεις να στρώνεται τραπέζι πλουσίων, που έχουν νεκροστόλιστες μάγειρες και παρασκευαστές περίπλοκων φαγητών, ακόμη πιο φοβερό όμως (να το βλέπεις) όταν ξεστρώνεται διότι όσα έχουν μείνει είναι περισσότερα απ’ όσα έχουν φαγωθεί. Επομένως τα ζώα μάταια πέθαναν. Αλλά πάλι από τα σερβιρισμένα τα λυπούνται, δεν θέλουν να τα δουν κομμένα και τεμαχισμένα και δεν τα αγγίζουν νεκρά, αν ήταν όμως ζωντανά δεν θα δίσταζαν.” [Περί κρεοφαγίας, 995F].
“Έτσι επομένως και μέσα από σώμα ταραγμένο, παραφορτωμένο και βαρύ από τροφές αταίριαστες η λάμψη της ψυχής και το φέγγος της φτάνουν κατ’ ανάγκην αδύναμα και θολά, πλανιούνται και είναι ασταθή, εφόσον η ψυχή δεν διαθέτει φως και ένταση για να εισχωρήσει στα λεπτά και αδιόρατα σημεία της πραγματικότητας.” [Περί κρεοφαγίας, 996Α].
Α Γ Α Π Η & ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ & ΣΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ . ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ Ε Ν Α !
Πηγή : Ελλάνια Άρεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου